τρεμοφέγγω

τρεμοφέγγω
Ν
φέγγω με τρεμουλιαστή φλόγα, τρεμολάμπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + φέγγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τρεμοφέγγω — φέγγω με τρεμουλιαστό φως: Τρεμοφέγγει το καντήλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιλαρίζω — τρεμοφέγγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αντιλάρισμα] …   Dictionary of Greek

  • τρεμοφέγγισμα — το, Ν [τρεμοφέγγω] το να φέγγει κάτι με τρεμουλιαστή φλόγα …   Dictionary of Greek

  • τρεμοσβήνω — τρεμόσβησα 1. αμτβ., σβήνω τρεμουλιαστά, σβήνω αργά (κυριολ. και μτφ.): Είναι βαριά άρρωστος και τρεμοσβήνει η ζωή του. 2. τρεμοφέγγω (βλ λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”